σπανώς

σπανώς
Α
βλ. σπανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ՍՂԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0723 Chronological Sequence: 6c մ. σπανῶς raro. Դուն ուրեք. ... *Երկարի տեսեալք լինին (յարեւմուտս եւ յարեւելս). եւ սղապէս հիւսիսայինք եւ հարաւայինք. Արիստ. աշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”